ἱστουργοῦ

ἱστουργοῦ
ἱ̱στουργοῦ , ἱστουργέω
imperf ind mp 2nd sg (attic)
ἱστουργέω
pres imperat mp 2nd sg (attic)
ἱστουργέω
imperf ind mp 2nd sg (attic)
ἱστουργός
masc/fem gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ιστουργία — ἱστουργία, ἡ (Α) [ιστουργός] η τέχνη τού ιστουργού, η υφαντική …   Dictionary of Greek

  • ιστουργείον — ἱστουργεῑον, τὸ (Α) [ιστουργός] το εργαστήριο τού ιστουργού …   Dictionary of Greek

  • ιστώνας — ο (Α ἱστών) [ιστός] νεοελλ. ναυτ. κλειστή τάφρος ή διώρυγα στους ναυστάθμους, όπου φυλάγεται η ξυλεία η οποία χρησιμοποιείται για τους ιστούς αρχ. το εργαστήρι τού ιστουργού ή τού υφαντουργού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”